- μύκλα
- μύκλα, ἡ και μύκλος και μύχλος, ὁ (Α)1. (κατά τον Ησύχ.) «μύκλαιαἱ ἐπὶ τῶν ὄνων γραμμαὶ μέλαιναι, τοῑς τραχήλοις καὶ τοῑς ποσὶν ἐγγιγνόμεναι»2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «μύκλον, τὴν ἐν τῷ τραχήλῳ τῶν ὄνων ὑποδίπλωσιν»3. (κατά το λεξ. Σουδα) «μύκλος, ὁ τράχηλος»4. (το αρσ. στον πληθ.) oἱ μύκλοι και μύχλοι«οἱ λάγνοι, oἱ οχευταί»5. (το αρσ.) οχευτής όνος.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μύκλος με σημ. «λάγνος, οχευτής» μαρτυρείται στον Αρχίλοχο, από όπου ορισμένοι σχολιαστές θεώρησαν ότι πρόκειται για ανθρωπωνύμιο. Η λ. χρησιμοποιήθηκε επίσης και ως προσδιοριστικό τού όνου. Με την ίδια σημ. χρησιμοποιήθηκε και ο τ. μύχλος. Οι τ. μύκλος και μύχλος (πιθ. < *μύκσλος) συνδέονται με το λατ. mūlus «ημίονος» (< *mucslos) και με τα: αλβ. mŭsk, αρχ. ρωσ. mŭskŭ «ημίονος». Το γεγονός, εξάλλου, ότι η εκτροφή τού ημιόνου ανάγεται στην περιοχή τού Πόντου εξηγεί και τους παράλληλους τ. μύκλος / μύχλος, καθώς η λ., για να φτάσει στην Ελλάδα, πέρασε από ενδιάμεσους σταθμούς. Η σημ., τέλος, τών τ. μύκλοι και μύκλαι «αἱ ἐπὶ τῶν ὄνων γραμμαὶ μέλαιναι» παραμένει δυσερμήνευτη].
Dictionary of Greek. 2013.